Русско-новогреческий словарь - дорога
Перевод с русского языка дорога на греческий
ж
1. ὁ δρόμος:
проселочная ~ ὁ ἀμαξόδρομος, ὁ χωραφόδρομος· шоссейная ~ ὁ ἀσφαλτόδρομος, ὁ ἀμαξόδρομος· автомобильная ~ ὁ δημόσιος δρόμος, ὁ αὐτοκινητόδρομος· проезжая ~ ὁ ἀμαξιτός δρόμος· узкоколейная ~ ἡ στενή σιδηροδρομική γραμμή· одноколейная ~ ἡ μονή σιδηροδρομική γραμμή· торная ~ а) ὁ ἔτοιμος δρόμος, б) перен ἡ πεπατημένη (οδός)· сбиться с ~и прям., перен χάνω τόν δρόμο, παραστρατώ·
2. (путешествие) ὁ δρόμος, τό ταξίδι:
дальняя ~ ὁ μακρυνός δρόμος, τό μακρυνό ταξίδί отправляться в ~у ξεκινώ γιά ταξίδι·
3. (место прохода или проезда) ἡ διάβαση {-ις}, ἡ δίοδος, τό πέρασμα:
дайте мне ~у! κάντε μου δρόμο!· уступить ~у кому-л. παραμερίζω νά περάσει κάποιος, ἀφήνω κάποιον νά περάσει· ◊ железная ~ ὁ σιδηρόδρομος· идти своей ~ой ἀκολουθώ τό δρόμο μου, τραβώ τό δρόμο μου· по ~е (попутно) πηγαίνοντας· мне с вами не по ~е οἱ δρόμοι μας εἶναι διαφορετικοί· пробивать себе ~у ἀνοίγω τό δρόμο μου· на половине ~и στή μέση τοῦ δρόμου, στό μισό δρόμο, ἀφήνω κάτι μισοτελειωμένο· стать кому-л. поперек ~и γίνομαι ἐμπόδιο, κλείνω τόν δρόμο σέ κάποιον туда ему и ~! разг ἔτσι τοῦ πρέπει!, τἄθελε καί τἄπαθε!· скатертью ~Ι νά πάει στήν εὐχή καί στήν ἀνεμοζάλη.